ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπάκι (ουσ. ουδ.) qαπάκ' [qaˈpak] Μαλακ. καπάκ' [kaˈpak] Τροχ. qαπάχι [qaˈpaçi] Σίλατ. qαπάγκι [qaˈpaɟi] Φλογ. γκαπάκ' [gaˈpak] Ουλαγ. καπάχ' [kaˈpax] Ανακ., Σίλ. χαπάχ' [xaˈpax] Σίλ. γαπάτσ̑' [ɣaˈpatʃ] Μισθ. γαπάχ' [ɣaˈpax] Αξ., Μισθ. γαπάχ̇ι [ɣaˈpaxi] Κίσκ., Φάρασ. χαπ͑άχ̇ι [xaˈpʰaxi] Τσουχούρ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. καπάκι (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 4.275 «δώδεκα σαχάνια μὲ τὰ καπάκιά των»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kapak = καπάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gapak και hapak (THADS, λ. gapak 7, hapak ΙΙ).
1. Καπάκι ό.π.τ. : Τέντζερε τ' καπάχ' (Το καπάκι του τέντζερη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ζάνdουναμ' ντου πλεφρό με ντου γαπάτσ̑' να μη πέσ'νι ντα μικρά ντα φσ̑άχα (Κλείναμε το πηγάδι με το καπάκι για να μην πέσουν μέσα τα μικρά παιδιά) Μισθ. -Κοτσαν. 'νοίζει το χαπάχιν του τζ̑αι θωρεί τι 'έμει φίδα̈ τζ̑αι σκορπία (Ανοίγει το καπάκι του, ενν. του πιθαριού, και βλέπει ότι είναι γεμάτο φίδια και σκορπιούς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Α τάσι χαπάχι σου πιθαρού το στόμα (Ένα πιάτο καπάκι στο στόμιο του πιθαριού) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ματιού γαπάτσ̑ι (Ματιού καπάκι˙ βλέφαρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χαπάχ̇ι του γονατού (Καπάκι του γονάτου˙ η επιγονατίδα) Φάρασ. -Ανδρ. Ποίκι ντου γαπάχ' (Το έκανε καπάκι˙ Το καπάκωσε, το πλάκωσε) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Γκυλίστην ντιάντσ̑αρα τσ̑' ηύριν ντου γαπάτσ̑ι τ’ (Kύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι˙ για κακούς ανθρώπους που ταίριαξαν) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑υλίστην ντο χαριένι τσ̑' ηύρεν το χαπάχ̇ι (Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Παντζούρι Σίλ.
3. Βλέφαρο Κίσκ., Φάρασ. Συνών. κιπρίκι :2
4. Στον πληθ., πέτρινες πλάκες στις καμάρες οικίας Τροχ.