καπακιάζω
(ρ.)
γαπαχιάζω
[ɣapaˈçazo]
Σινασσ.
γαπαΐζου
[ɣapaˈizu]
Μισθ.
Από το ουσ. καπάκι, όπου και τύπ. γαπάχι, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Ο τύπ. γαπαΐζου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Σκεπάζω με καπάκι, καπακώνω
ό.π.τ.
:
Γαπαΐζου του πλεβρό
(Καπακώνω το πηγάδι)
Μισθ.
-Κοτσαν.