ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπακιάζω (ρ.) γαπαχιάζω [ɣapaˈçazo] Σινασσ. γαπαΐζου [ɣapaˈizu] Μισθ. Από το ουσ. καπάκι, όπου και τύπ. γαπάχι, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Ο τύπ. γαπαΐζου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Σκεπάζω με καπάκι, καπακώνω ό.π.τ. : Γαπαΐζου του πλεβρό (Καπακώνω το πηγάδι) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024