ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπακώνω (ρ.) χαπ͑αχώνω [xapʰaˈxono] Φάρασ. Αόρ. χαπάχωσα [xaˈpaxosa] Φάρασ. Παθ. χαπ͑αχούμαι [xapʰaˈxume] Φάρασ. Αόρ. χαπαχώθα [xapaˈxoθa] Τσουχούρ. Από το ουσ. καπάκι, όπου και τύπ. χαπ͑άχ̇ι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Πβ. τουρκ. ρ. kapaklamak = πέφτω μπρούμυτα, σωριάζομαι.
1. Μτβ., κλείνω : Πέτ-τασε σο θύριν τζαι χαπάχωσέ τα (Πετάχτηκε στην πόρτα και την έκλεισε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Μεσοπαθ., σκοντάφτω, μπουρδουκλώνομαι και πέφτω μπρούμυτα ό.π.τ. : Ατό πώτς 'ενότουν, γιόχσαμ χαπαχώθην σε μερέ; (Αυτή τι απέγινε, μήπως γκρεμοτσακίστηκε κάπου;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Του 'φήν' τ' ορτόν ντη στράτα τσ̑αι πααίνει 'σ' τον τζ̑ιλγά, 'α καλακονίσει, 'α χαπαχωθεί (Όποιος αφήνει τον ίσιο δρόμο και πάει από τον κακό δρομο θα σκοντάψει και θα πέσει˙ πρέπει κανείς να ακολουθεί τον σωστό και τίμιο τρόπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ότις ταρνεύει χαπ͑αχούται (Όποιος βιάζεται σκοντάφτει˙ η βιασύνη οδηγεί σε κακά αποτελέσματα) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. καπλαντίζω