καπάγκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑απ͑άνgι
[kʰaˈpʰaŋɟi]
Φάρασ.
Πληθ.
καπάνgια
[kaˈpaŋɟa]
Σινασσ.
κεπένgια
[keˈpeŋɟa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kepenk = α) καταπακτή β) ρολό γ) ξύλινο σκέπασμα (< αρμεν. քեփենկ kʻepʻenk, βλ. Dankoff 1995: 164-165), όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kepeng.
1. Καταπακτή, πόρτα
Φάρασ.
2. Υπόγειο, μπουντρούμι
Φάρασ.
β.
Σπηλιά η οποία χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο
Σινασσ.
3. Παραθυρόφυλλο
Σινασσ.