ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπάγκι (ουσ. ουδ.) κ͑απ͑άνgι [kʰaˈpʰaŋɟi] Φάρασ. Πληθ. καπάνgια [kaˈpaŋɟa] Σινασσ. κεπένgια [keˈpeŋɟa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kepenk = α) καταπακτή β) ρολό γ) ξύλινο σκέπασμα (< αρμεν. քեփենկ kʻepʻenk, βλ. Dankoff 1995: 164-165), όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kepeng.
1. Καταπακτή, πόρτα Φάρασ.
2. Υπόγειο, μπουντρούμι Φάρασ.
β. Σπηλιά η οποία χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο Σινασσ.
3. Παραθυρόφυλλο Σινασσ.