ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καουπάρι (ουσ. ουδ.) καουπάρι [kauˈpari] Φάρασ. Κατά τον Ανδριώτη (1948: 38) από το ουσ. καλαπόδι και το υποκορ. επίθμ. -άρι· απλούστερη η ετυμολόγ. από το ουσ. καλούπι, αναλογ. προς άλλα δηλωτικά εργαλείων ουσ. σε -άρι.
Καλαπόδι
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025