καουπάρι
(ουσ. ουδ.)
καουπάρι
[kauˈpari]
Φάρασ.
Από το ουσ. καλαπόδι και το επίθμ. -άρι 2 πιθ. αναλογ. κατά άλλα ουσ. σε -άρι τα οποία δήλωναν κάποιο εργαλείο.
Καλαπόδι