ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπλαντίζω (ρ.) καπλανdίζω [kaplanˈdizu] Γούρδ. γαπλανdίζου [ɣaplanˈdizu] Φάρασ. γαπλανdώου [ɣaplanˈdou] Φάρασ. Νεότ. ουσ. καπλαντίζω = σκεπάζω (Mackridge 2021: 77), το οπ. από το τουρκ. ρ. kaplamak = σκεπάζω, καλύπτω.
1. Πέφτω κάτω μπρούμυτα. Φάρασ. Πβ. καπακώνω :2
2. Επενδύω εσωτερικά με ύφασμα Γούρδ.