καπνίζω
(ρ.)
καπνίζω
[kaˈpnizo]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. καπνίζω.
Αναδίδω καπνό
Συνών.
τσικνώνω
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024