καπλάνης
(ουσ. αρσ.)
καπλάνης
[kaˈplanis]
Γούρδ.
γαμπλάνης
[ɣaˈblanis]
Μισθ.
qαπλάνος
[qaˈplanos]
Τελμ.
Ουδ.
καπλάνι
[kaˈplani]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kaplan = τίγρη.
1. Λεοπάρδαλη ή τίγρη
ό.π.τ.
:
Αν με ντοικίεις, σο σπίσ̑' κουνdά να βαήκεις έν’ ασλάνης και καπλάνης
(Όταν θα με παντρέψεις, κοντά στο σπίτι να αφήσεις ένα λιοντάρι και έναν τίγρη)
Γούρδ.
-Dawk.
Σο ασλάνον εμbρό είνdαι λίγα ντικένια, και σο καπλάνον εμbρό είνdαι λίγα γαλγάνια
(Μπροστά στο λιοντάρι υπάρχουν λίγα αγκάθια και μπροστά από την λεοπάρδαλη λίγα γαϊδουράγκαθα)
Τελμ.
-Dawk.
Κάτσανε σ’ τὄινα τη μερέ του ρουσ̑ού τα τζαναβάρα: ο ασλάνος, το καπλάνι, το ’ρκούδι
(Κάτσανε στην μιά μεριά τα αγρίμια του βουνού: το λιοντάρι, η τίγρη, η αρκούδα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Mτφ., πολύ δυνατός άντρας
Μισθ.