ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπλάνης (ουσ. αρσ.) καπλάνης [kaˈplanis] Γούρδ. γαμπλάνης [ɣaˈblanis] Μισθ. qαπλάνος [qaˈplanos] Τελμ. Ουδ. καπλάνι [kaˈplani] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kaplan = τίγρη.
1. Λεοπάρδαλη ή τίγρη ό.π.τ. : Αν με ντοικίεις, σο σπίσ̑' κουνdά να βαήκεις έν’ ασλάνης και καπλάνης (Όταν θα με παντρέψεις, κοντά στο σπίτι να αφήσεις ένα λιοντάρι και έναν τίγρη) Γούρδ. -Dawk. Σο ασλάνον εμbρό είνdαι λίγα ντικένια, και σο καπλάνον εμbρό είνdαι λίγα γαλγάνια (Μπροστά στο λιοντάρι υπάρχουν λίγα αγκάθια και μπροστά από την λεοπάρδαλη λίγα γαϊδουράγκαθα) Τελμ. -Dawk. Κάτσανε σ’ τὄινα τη μερέ του ρουσ̑ού τα τζαναβάρα: ο ασλάνος, το καπλάνι, το ’ρκούδι (Κάτσανε στην μιά μεριά τα αγρίμια του βουνού: το λιοντάρι, η τίγρη, η αρκούδα) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Mτφ., πολύ δυνατός άντρας Μισθ.