καπέλο
(ουσ. ουδ.)
καπέλου
[kaˈpelu]
Μισθ., Σίλ.
καπέλα
[kaˈpela]
Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. καπέλο, το οπ. από βενετ. ουσ. capelo. Ο τύπ. καπέλα μέσω του τουρκ. ουσ. kapela.
Καπέλο
ό.π.τ.
:
Σ̑αίρου καπέλα μ’
(Πετάω το καπέλο μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εκεινά καπέλο τ' έχει του γιάναϊ
(Εκείνος το καπέλο του το φοράει στραβά)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
β.
Τραγιάσκα
Φάρασ.