ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπέλο (ουσ. ουδ.) καπέλου [kaˈpelu] Μισθ., Σίλ. καπέλα [kaˈpela] Μισθ., Φάρασ. Μεσν. ουσ. καπέλο, το οπ. από βενετ. ουσ. capelo. Ο τύπ. καπέλα μέσω του τουρκ. ουσ. kapela.
Καπέλο ό.π.τ. : Σ̑αίρου καπέλα μ’ (Πετάω το καπέλο μου) Μισθ. -Κοτσαν. Εκεινά καπέλο τ' έχει του γιάναϊ (Εκείνος το καπέλο του το φοράει στραβά) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
β. Τραγιάσκα Φάρασ.