καπτουρντίζω
(ρ.)
γαπτουρντίζου
[ɣapturˈdizu]
Μισθ.
γαπτουρντώ
[ɣapturˈdo]
Σινασσ.
Αόρ.
γαπτούρ'σα
[ɣaˈptursa]
Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. kaptırmak = α) προκαλώ αρπαγή β) ξεφεύγω, διαφεύγω, γ) χάνω, μου παίρνουν.
1. Υποβοηθώ κάποιον να αρπάξει
Μισθ.
β.
Χάνω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γαπτούρσιν του
(Το έχασε
˙
Έχασε τα μυαλά του, τρελάθηκε)
Μισθ.
-Μακρ.
Έλα στα καλά σ’! Χάσες τα για γαπτούρ’σες τα;
(Σύνελθε! Τα έχασες τελείως;
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Φεύγω
Σινασσ.