ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπτουρντίζω (ρ.) γαπτουρντίζου [ɣapturˈdizu] Μισθ. γαπτουρντώ [ɣapturˈdo] Σινασσ. Αόρ. γαπτούρ'σα [ɣaˈptursa] Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. kaptırmak = α) προκαλώ αρπαγή β) ξεφεύγω, διαφεύγω, γ) χάνω, μου παίρνουν.
1. Υποβοηθώ κάποιον να αρπάξει Μισθ.
β. Χάνω ό.π.τ. : || Φρ. Γαπτούρσιν του (Το έχασε ˙ Έχασε τα μυαλά του, τρελάθηκε) Μισθ. -Μακρ. Έλα στα καλά σ’! Χάσες τα για γαπτούρ’σες τα; (Σύνελθε! Τα έχασες τελείως; ) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Φεύγω Σινασσ.