καρά (I)
(ουσ. ουδ.)
καρά
[kaˈra]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hara (< περσ. ḫārā = πολύ σκληρή πέτρα, βλ. Tietze 2016, λ. hara) = κομμάτια πέτρας με κονίαμα που τίθενται ανάμεσα σε χτισμένους τοίχους (THADS, λ. hara II).
1. Μικρή πέτρα που χρησίμευε για να στερεώνει σε ισορροπία τις μεγάλες πέτρες
Φάρασ.
:
Σφη-ώνω το καρά
(Σφηνώνω την μικρή πέτρα για να στερεώσω όρθια κάποια μεγάλη)
Φάρασ.
2. Τοπων. βραχώδους περιοχής
Σινασσ.