γαραγούτσι
(ουσ. ουδ.)
γαραγούτσ'
[ɣaraˈɣuts]
Μισθ.
γαραγούσ̑ι
[ɣaraˈɣuʃi]
Φάρασ.
γαραγούσ'
[ɣaraˈɣus]
Σινασσ.
γαράγουσ̑ου
[ɣaˈraɣuʃu]
Σίλ.
καρακούς
[karaˈkus]
Αραβ.
Από το τουρκ. ουσ. karakuş = α) αετός β) ως διαλεκτ. σημ., ψαρόνι.
2. Xελιδόνι
Αραβ., Σίλ.
:
Κόρες, ήρτασι τα γαράγουσ̑ου
(Κορίτσια, ήρθαν τα χελιδόνια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
χελιδόνι