ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαραγούτσι (ουσ. ουδ.) γαραγούτσ' [ɣaraˈɣuts] Μισθ. γαραγούσ̑ι [ɣaraˈɣuʃi] Φάρασ. γαραγούσ' [ɣaraˈɣus] Σινασσ. γαράγουσ̑ου [ɣaˈraɣuʃu] Σίλ. καρακούς [karaˈkus] Αραβ. Από το τουρκ. ουσ. karakuş = α) αετός β) ως διαλεκτ. σημ., ψαρόνι.
1. Μεγάλο γεράκι Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. Πβ. αλιτζής :1, ατματζάς :1
2. Xελιδόνι Αραβ., Σίλ. : Κόρες, ήρτασι τα γαράγουσ̑ου (Κορίτσια, ήρθαν τα χελιδόνια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. χελιδόνι