ατματζάς
(ουσ. αρσ.)
ατμαdζάς
[atmaˈdzas]
Σίλατ.
ατματζά
[atmaˈdza]
Μαλακ.
αλχαdζάς
[alxaˈdzas]
Φλογ.
Μεσν. ουσ. ατματζάς για την σημ. 1, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. atmaca = γεράκι (Shukurov 2015: 223). Η λ. και Πόντ.