ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατλαντίζω (II) (ρ.) Αόρ. ελα̈́νσα [eˈlænsa] Φάρασ. Κατά τον Dawkins (1916: 664), από το τουρκ. ρ. atlanmak = καβαλώ άλογο.
Καβαλώ : Ελα̈́νσεν ’αγός τσ̑ι, αμbού πέτασεν σο γαϊρίδι πάνου, κατάσεν ντα το γαϊρίδι (Ο λαγός καβάλησε και, όταν πήδηξε πάνω στο γαϊδούρι, το γαϊδούρι τον πέταξε) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αναβαίνω, καλλικεύω, μπιντώ, μπινεύω