άτι
(ουσ. ουδ.)
άτ'
[at]
Μισθ.
έθιο
[ˈeθçο]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. ἄτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. at = άλογο.
Μεγάλο αρσενικό άλογο κατάλληλο για ιππασία
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Μαύρο έθιο καλίκεψε και με ζητεί
(Καβάλησε μαύρο άλογο και με ψάχνει)
Τελμ.
-Lag.