ατάς (II)
(επίθ.)
ατάς̑
[aˈtaʃ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. adaş = συνώνυμος.
Συνώνυμος
Πβ.
ατασλίκι
Τροποποιήθηκε: 30/12/2024