ατζιλαντώ
(ρ.)
ατζιλανdώ
[adzilanˈdo]
Τελμ.
Αόρ.
ατζιλάντ'σα
[adziˈlandsa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. acılanmak = α) για τρόφιμα, πικρίζω, ξινίζω, χαλώ β) πικραίνομαι ή οργίζομαι
Πικραίνομαι
:
Ε τότε έκλαψεν Άννα και ήρτεν σο σπίτι πολύ ατζιλάντ'σεν
(Ε, τότε έκλαψε η Άννα και γύρισε στο σπίτι, πολύ πικράθηκε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μαυρώνω, πικριανίσκω, πικρούμαι