ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατζιλαντώ (ρ.) ατζιλανdώ [adzilanˈdo] Τελμ. Αόρ. ατζιλάντ'σα [adziˈlandsa] Τελμ. Από το τουρκ. ρ. acılanmak = α) για τρόφιμα, πικρίζω, ξινίζω, χαλώ β) πικραίνομαι ή οργίζομαι
Πικραίνομαι : Ε τότε έκλαψεν Άννα και ήρτεν σο σπίτι πολύ ατζιλάντ'σεν (Ε, τότε έκλαψε η Άννα και γύρισε στο σπίτι, πολύ πικράθηκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μαυρώνω, πικριανίσκω, πικρούμαι