πικρούμαι
(ρ.)
πικρούμαι
[piˈkrume]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. πικρόομαι-οῦμαι = γίνομαι πικρός. Η λ. Πόντ.
Πικραίνομαι
:
Ίσαμ' ετό μη πικρούσαι
(Μην πικραίνεσαι τόσο)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
ατζιλαντώ, μαυρώνω, πικριανίσκω