πιλώνω
(ρ.)
πιλώνω
[piˈlono]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. πιλόω = α) συστέλλομαι λόγω κρύου β) νεότ., σπρώχνω γ) σφίγγω.
1. Σφίγγω
2. Τεντώνω
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025