πιντίς
(ουσ.)
πϋνdΰς
[pynˈdys]
Μισθ., Φλογ.
π͑ϋνdΰς
[pʰyn'dys]
Μισθ.
π͑ινdίζ
[pʰin'diz]
Μισθ.
πινdούς
[pinˈdus]
Μισθ.
πιουνdούς
[pçunˈdus]
Μισθ.
πουνdούς
[punˈdus]
Μαλακ.
ιπινdού
[ipinˈdu]
Ανακ., Σινασσ.
ιπιουνdού
[ipçunˈdu]
Σίλατ.
Πιθ. από την τουρκ. φρ. buğday (nişastası) = άνθος αραβοσίτου, όπου τουρκ. διαλεκτ. τύπ. buğdi, budi (THADS, λ. buğdi, budi). Κατά τον Κωστάκη (1977: 95), από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ıpındı.
Είδος κρέμας που φτιαχνόταν από γάλα στο οπ., όταν άρχισε να βράζει, πρόσθεταν δυο-τρία αβγά, λίγες κουταλιές πλιγούρι και αλεύρι χοντρό σαν σιμιγδάλι και βούτυρο.
ό.π.τ.
:
-Έλα γουζούμ, τί ηύρις;-Ήβρα σι πϋντΰς -Α, ζεστό 'νι;
(-Έλα πουλάκι μου, τι έφερες; -Σου έφερα κρέμα. -Α, ζεστή είναι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τίδους, πεερά μ' Πακές, σ̑άνοιξι 'να τεγάν' πιουνdούς
(H τέτοια, η πεθερά μου η Παρασκευή, έφτιαχνε ένα τηγάνι ρυζόγαλο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
-Το πϋνdΰς τίαλ δου σ̑άνιξαν, τ͑υμάσι;-Βράεις το γάλα, μάεις τσι τ' αλεύιρ. Χέκεις του νισ̑ιά απάν', γαριστουρντίεις το να μη κολλήσ', χέκεις τσ̑ι λίου πλεούρ'
(Το πυντύς πώς το έφτιαχναν θυμάσαι;-Βράζεις το γάλα, βάζεις και το αλεύρι. Το βάζεις πάνω στη φωτιά, το ανακατεύεις να μην κολλήσει, βάζεις και λίγο πλιγούρι)
Μισθ.
-VLACH
|| Φρ.
Μπιριντζί πϋνdΰς
(Κρέμα με ρύζι˙ Ρυζόγαλο)
-Κωστ.Μ.