πιριντζόγαλα
(ουσ. ουδ.)
μπιριντζόγαλα
[birinˈdzoɣala]
Σίλ.
Από το ουσ. πιρίντζι, όπου και τύπ. μπιρίντζ’, και το ουσ. γάλα με θεματ. φωνήεν -ο-.
Ρυζόγαλο
Σίλ.