πιρτί
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
πιρτιά
[pirˈtça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. pırtı και pırti (< αρμ. p 'ert' πβ. και κουρδ. pırtı)= α) (παλιό) ρούχο β) διαλεκτ., οικιακά είδη, το οπ. από το κουρδ. (Tietze 2019: partal I, pırtı).
Οικοσκευή, κινητή περιουσία
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025