πισμαντίζω
(ρ.)
π͑ουσ̑μαντίζω
[pʰuʒmaˈdizo]
Φάρασ.
Αόρ.
πουσ̑μέν’σα
[puˈʒmensa]
Φάρασ.
Από τον τύπ. pişman etti του τουρκ. περιφραστ. ρ. pişman etmek = μετανιώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Μετανιώνω για κάτι
ό.π.τ.