πισμάνης
(επίθ.)
πισ̑μένης
[piˈʃmenis]
Αραβαν.
πεζ̑μάνης
[peˈʒmanis]
Σίλ.
'ισ̑μάνης
[iˈʃmanis]
Σίλ.
π͑ουσμάνι
[pʰuˈzmani]
Φάρασ.
π͑ουσμα̈́νι
[pʰuˈzmæni ]
Αφσάρ.
πουσ̑μένι
[puˈʒmeni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. pişman (< παλ. τουρκ. peşīmān < περσ.) = μετανιωμένος. Η φρ. τρώω π͑ουσμάνι από την τουρκ. φρ. pişman yemek. Οι φρ. με το 'γίνομαι' από την τουρκ. φρ. pişman olmak.
Μετανοημένος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Έν-να πισ̑μένης
(Έγινα μετανιωμένος˙ Μετάνιωσα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ισ̑μάν̑ης εν̑ίσκουμι
(Μετανιωμένος γίνομαι˙ μετανιώνω)
Σίλ.
-Dawk.
Τρώω/'ίνουμαι π͑ουσμάνι
(Τρώω/γίνομαι μετανιωμένος˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Τρώω/'ίνουμαι π͑ουσμα̈́νι
(Τρώω/γίνομαι μετανιωμένος˙ το ίδιο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.Τ