ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πισμάνης (επίθ.) πισ̑μένης [piˈʃmenis] Αραβαν. πεζ̑μάνης [peˈʒmanis] Σίλ. 'ισ̑μάνης [iˈʃmanis] Σίλ. π͑ουσμάνι [pʰuˈzmani] Φάρασ. π͑ουσμα̈́νι [pʰuˈzmæni ] Αφσάρ. πουσ̑μένι [puˈʒmeni] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. pişman (< παλ. τουρκ. peşīmān < περσ.) = μετανιωμένος. Η φρ. τρώω π͑ουσμάνι από την τουρκ. φρ. pişman yemek. Οι φρ. με το 'γίνομαι' από την τουρκ. φρ. pişman olmak.
Μετανοημένος ό.π.τ. : || Φρ. Έν-να πισ̑μένης (Έγινα μετανιωμένος˙ Μετάνιωσα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ισ̑μάν̑ης εν̑ίσκουμι (Μετανιωμένος γίνομαι˙ μετανιώνω) Σίλ. -Dawk. Τρώω/'ίνουμαι π͑ουσμάνι (Τρώω/γίνομαι μετανιωμένος˙ το ίδιο) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Τρώω/'ίνουμαι π͑ουσμα̈́νι (Τρώω/γίνομαι μετανιωμένος˙ το ίδιο) Αφσάρ. -Αναστασ.Τ