πιστεύω
(ρ.)
πιστεύω
[pi'stevo]
Γούρδ.
πιστεύου
[pi'stevu]
Σίλ.
πιστέου
[pi'steu]
Φάρασ.
πιστέφκεις
[pi'stefcis]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. πιστεύω.
Πιστεύω
ό.π.τ.
:
Σου πιστεύω
(σε πιστεύω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ιναντίζω