πίτα
(ουσ. ουδ.)
πίτα
[ˈpita]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ.
πίτ-τα
[ˈpitta]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. πίτα, το οπ. κατά το Λεξ. Κριαρ. (λ. πίτα) ως αντιδ. μέσω του λατιν. picta από το αρχ. ουσ. πηκτή ή από το αττ. τύπ. πίττα του ουσ. πίσσα. Πβ. τουρκ. pide, το οπ. κατά τον Nişanyan (λ. pide) από το εβρ. pātat ‘θρυμματισμός ψωμιού σε μπουκιές’.
1. Πίτα
ό.π.τ.
:
Πίτ-τα μου καλά ρε ψήτηκι
(η πίτα μου δεν ψήθηκε καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
με το πετμέζι κάνισκαμ' το μιά πίτα
(με το πετιμέζι το κάναμε μιά πίτα )
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σ̑άνουμ’ πίτις, χοσιάφια μι α μαράσκηνα
(κάνουμε πίτες, κομπόστες με τα δαμάσκηνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Νιαν πίτ-τα ψωμί
(μιά πίτα ψωμί˙ το καρβέλι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ’ Aϊ- Βασιλείου πίτα
(του Αγίου Βασιλείου η πίτα˙ η βασιλόπιτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Καρβέλι
Σίλ.
:
Νιαν πίτα ψωμί
(Ένα καρβέλι ψωμί
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Κηρήθρα
Ανακ., Μαλακ.
:
Κόνωναν το μέλ’ σα πίτες
((ενν. οι μέλισσες) άδειαζαν το μέλι στις κηρήθρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κεράδι