πιτένι
(ουσ. ουδ.)
πιτένι
[piˈteni]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
μπιdένι
[biˈdeni]]
Κίσκ.
Γεν. Εν.
πιτενού
[piteˈnu]
Φάρασ.
Πληθ.
πιτένε
[piˈtene]
Φάρασ.
πιτάνια
[piˈtaɲa]
Φκόσ.
Γεν. Πληθ.
πιτενίουν
[piteˈniun]
Φάρασ.
Από το μεταγν. επίθ. πιτύινος = αυτός που αναφέρεται στο πεύκο. Για την ουσιαστικοπ., πβ. Ψ-Ζων. Π 1550 «Πιτύϊνα. ὁ καρπὸς τῆς πίτυος».
Το δένδρο Πεύκη (Pinus) της οικογενείας των Πευκιδών (Pinaceae), κοινώς πεύκο
ό.π.τ.
:
Πιτενού τα φλοίδε
(οι φλοίδες του πεύκου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πετενίουν ορμάνι τσ̑αι θαμνίουν
(Δάσος πεύκων και θάμνων)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ς στράτας τα κάχα είντι ορτούσκα πιτένα
(Στις άκρες του δρόμου είναι ολόϊσια πεύκα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Τα πιτένε, ’φότεζ έν’ μπιτένε, κρους τα, κόφτεις τα τσ̑αι ’πιδεβαίνουνε
(τα πεύκα που είναι πεύκα, τα χτυπάς, τα κόβεις και πέφτουνε˙ για τους βιαστικούς που θέλουν να τελειώσουν αμέσως τη δουλειά τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το λιπαρόν ντο σ̑οιρίδι σουρτεύεται σο λιπαρόν ντο πιτένι
(το παχύ γουρούνι ξύνεται στο παχύ πεύκο˙ οι πλούσιοι έχουν μόνο μεταξύ τους σχέσεις και αλληλοϋποστηρίζονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.