ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιτίκα (ουσ. θηλ.) πιτ͑ίκα [piˈtʰika] Ανακ. πιτίχα [piˈtixa] Σινασσ. πουρτίκα [pur'tika] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pitik = αιδοίο. Πβ. το μεσν. ουσ. πουττί. Το -ρ- πιθ. κατ' επίδρ. του ουσ. πορσούχος.
Τα απόκρυφα γυναικεία μέλη ό.π.τ. : Γαμώ πουρτίκα τ' (ύβρις) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. τσιλίκα
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025