ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιτίκα (ουσ. θηλ.) πιτ͑ίκα [piˈtʰika] Ανακ. πιτίχα [piˈtixa] Σινασσ. πουρτίκα [pur'tika] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pitik = αιδοίο (THADS, λ. pitik III). Πβ. το μεσν. ουσ. πουττί.
Τα απόκρυφα γυναικεία μέλη ό.π.τ. Συνών. τσιλίκα