πιτζίκ πιτζίκ
(επιφ.)
πιτζίκ πιτζίκ
[piˈdzik piˈdzik]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. bicik bicik = σφύριγμα σε ζώο και ειδικότ., επιφωνητικό κάλεσμα σε βοοειδή(Tietze 2016: bicik bicik II, THADS, τόμ. 12, bicik bicik).
Κάλεσμα σε βοοειδή
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025