ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλάι (I) (ουσ. ουδ.) πλάι [ˈplai] Ουλαγ., Σίλ. Γεν. Εν. πλαγιού [plaˈʝu] Ουλαγ. Πληθ. πλάγια [ˈplaʝa] Ουλαγ. Μεσν. ουσ. πλάι, το οπ. από μεσν. πλάγιν (< αρχ. ουσ. πλάγιον).
1. H πλαγιά κυρ. βουνού και συνεκδ. το βουνό Ουλαγ. : Έπερεν ντο κεφάλι τ, και πήγε ντο πλάι (βγήκε και πήγε στο βουνό) Ουλαγ. -Dawk. Πήαν ντο πλάι να αβλαdήσουν (πήγαν στο βουνό να κυνηγήσουν) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Πλαγιού ντο κιφάλι (του βουνού το κεφάλι˙ βουνοκορφή) Ουλαγ. -Κεσ. || Ασμ. Ο κόσμος ένι ακέρδωτο, και κανείς δεν τον κερδά τον. Κερδούνται τ’ αργιά τα βουνιά, και τα φοβερά τα πλάγια (ο κόσμος είναι ανίκητος και κανείς δεν το κερδίζει. Κερδίζουν τα όρη, τα βουνά, τα φοβερά τα πλάγια) Καππ. -Lag.
2. Εμπροθέτως, πλαγίως, πλευρικά, στο πλάι μου Σίλ. : Ήρτι μιά μέρμηκα του πλάι μ’ απάνω (ήρθε ένα μυρμήγκι στο πλάι μου επάνω) Σίλ. -Κωστ.Σ.