πλάκα
(ουσ. θηλ.)
πλάκα
[ˈplaka]
Ανακ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
Aπό το αρχ. ουσ. πλὰξ (γεν. πλακός). Ο τύπ. πλάκα μεσν.
1. Πλατιά πέτρα
Γούρδ., Δίλ.
:
Ζεστά πλάκα βάλλισ̑καμ’ στο στήχ̇ι τ’
(ζεστή πλάκα βάζαμε στο στήθος του)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
2. Ταφόπλακα
Ποτάμ., Τελμ.
:
|| Ασμ.
Κάμον την πλάκα του άλογον, το χώμα χαλινάρι, κι αφήκε και το μνήμα του
(έκανε την ταφόπλακα άλογο, το χώμα χαλινάρι και άφησε το μνήμα του)
Τελμ.
-Lag.
3. Η πλάκα πάνω στην οποία έγραφαν οι μαθητές
Μαλακ., Σατ., Σίλ.
:
Παιρί γράφει τσ̑ην πλάκαν ντου
(το παιδί γράφει στην πλάκα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Του σκολείου τα τσοτσούχα είχαν κονdύλι τζαι πλάκα τζαι αν πόστι
(οι μαθητές είχαν κοντύλι και πλάκα και μιά προβιά)
-Παπαδ.
4. Πλάκα οικοδομής
Μισθ.
:
Ιντσ̑αν’ τουν χτίνιξαν δα σπίτια, τουν ερόδουν σ' πλάκα επάν' σκεπή, στήξαν ένα σταυρό
(οι άνθρωποι όταν έχτιζαν τα σπίτια, όταν έρχονταν στην πλάκα επάνω στην σκεπή, χάραζαν έναν σταυρό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Πλάκα σάνεις
(πλάκα κάνεις˙ αστειεύεσαι))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Αν ’κ’ έπιασεν Γιαννάκης μου, και πλάκα ’κέ γυρίζει
(αν δεν ερχόταν για βοήθεια ο Γιαννάκης, η πλάκα δεν θα γύριζε)
Ανακ.
-Cost.
Σωρευτευθάτε, μάστοροι, να γυρίσωμε την πλάκα, κι αν δεν πιάσ’ ο Γιαννάκης, η πλάκα δεν γυρίζει
(μαζευτείτε, μάστορες, να γυρίσουμε την πλάκα, κι αν δεν έρθει να βοηθήσει ο Γιαννάκης, η πλάκα δεν γυρίζει)
Καππ.
-Lag.
5. Έμπλαστρο
Φάρασ.