πλάκουτσα
(ουσ. θηλ.)
Από το ουσ. πλάκα με παραγωγ. επίθμ. -ούτσα πβ. ποντ. πλακούτζιν, πλακούτζα =μικρή πλάκα/ είδος λεπτού άρτου. ΣΧΟΛΙΟ Μήπως είναι ρηματικός τύπος ‘πλάκωσα’
Παιχνίδι που παιζόταν μόνο από αγόρια με πλακωτές πέτρες
Φάρασ.