ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλάκουτσα (ουσ. θηλ.) Από το ουσ. πλάκα με παραγωγ. επίθμ. -ούτσα πβ. ποντ. πλακούτζιν, πλακούτζα =μικρή πλάκα/ είδος λεπτού άρτου. ΣΧΟΛΙΟ Μήπως είναι ρηματικός τύπος ‘πλάκωσα’
Παιχνίδι που παιζόταν μόνο από αγόρια με πλακωτές πέτρες Φάρασ.