πλάτανος
(ουσ. αρσ.)
φκάτανος
[ˈfkatanos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. πλάτανος με τροπή [pl] > [fk], βλ. Dawkins (1916: 158-159) και Ανδριώτης (1948: 31).
Το δένδρο πλάτανος (Platanus) της οικογενείας των πλατανοειδών (Platanaceae)