πλεγουριώνας
(επίθ.)
πλεγουριώνας
[pleɣuˈrʝonas]
Αξ.
πλεγουρώνα
[pleɣuˈrona]
Φάρασ.
Από το ουσ. πλιγούρι, όπου και τύπ. πλεγούρ’/πλεγούρης και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αυτός που προέρχεται ή φτιάχνεται από πλιγούρι
ό.π.τ.