ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλεγουρόμυλος (ουσ. αρσ.) πλεγουρουμύους [pleɣuruˈmius] Φάρασ. Από τα ουσ. πλιγούρι, όπου και τύπ. πλεγούρι, και μύλος, όπου και τύπ. μύους.
Χειροκίνητος μύλος για το άλεσμα του πλιγουριού Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 14/03/2025