πλεγουρόμυλος
(ουσ. αρσ.)
πλεγουρουμύους
[pleɣuruˈmius]
Φάρασ.
Από τα ουσ. πλιγούρι, όπου και τύπ. πλεγούρι, και μύλος, όπου και τύπ. μύους.
Χειροκίνητος μύλος για το άλεσμα του πλιγουριού
Φάρασ.