πλεξούδι
(ουσ. ουδ.)
πλεξίδι
[pleˈksiði]
Τζαλ.
πλεξούδι
[pleˈksuði]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. πλεξοῦδι (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. πλεξίδιον.
Η μικρή πλεξούδα
Φάρασ.