πλέψιμα
(ουσ. ουδ.)
πλέψιμα
[’plepsima]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. πλεύσιμον (πβ. Βίος Ναοὺμ 60 «Ἄρχισεν οὖν τὸ πλεύσιμόν του, νὰ τὸ διευθύνῃ πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν μέρος»), το οπ. από το θ. πλευσ- του ρ. πλέω με παραγωγ. επίθμ. -σιμον. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35), Trapp (1974: 183-185).
Το κολύμπι
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Έβγκης αρα̈́ ’ς τον γκω μου τσ̑αι ’υρεύ’ να με μάθεις πλέψιμα
(Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι˙ λεγόταν περιφρονητικά στους μικρούς παρουσιάζοντας ως έμπειροι και παντογνώστες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.