ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλέω (ρ.) πλέφω [’plefo] Φάρασ. Παρατατ. πλέφτινκα [’pleftinka] Φάρασ. Αόρ. έπλευσα [’eplefsa] Φάρασ. έπλεψα [’eplepsa] Φάρασ. πλέψα [’plepsa] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. πλέω. Ο τύπ. έπλεψα ήδη μεσν.
1. Πλέω Φάρασ.
2. Κολυμπώ Φάρασ. Συνών. γυζντώ :1