πλέω
(ρ.)
πλέφω
[’plefo]
Φάρασ.
Παρατατ.
πλέφτινκα
[’pleftinka]
Φάρασ.
Αόρ.
έπλευσα
[’eplefsa]
Φάρασ.
έπλεψα
[’eplepsa]
Φάρασ.
πλέψα
[’plepsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. πλέω. Ο τύπ. έπλεψα ήδη μεσν.
1. Πλέω
Φάρασ.