γυζντώ
(ρ.)
γϋζντώ
[ʝyzˈdo]
Ουλαγ.
γιουζντώ
[ʝuzˈdo]
Μαλακ., Φλογ.
ϋζντώ
[yzˈdo]
Ουλαγ., Σίλ.
Αόρ.
γούζσα
[ˈɣuzsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. yüzmek = α) επιπλέω β) κολυμπώ γ) γδέρνω δ) σκυλεύω.
1. Κολυμπώ
ό.π.τ.
:
Ήξερε να ϋζτζήσ̑ει
(Ήξερε να κολυμπάει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Τράνσεν ένα μίτσ̑ικο φσ̑άχ, 'ϋζντά και κάιγεται
(Είδαν ένα μικρό αγόρι που κολυμπά συνεχώς)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σο βουγνί απάνω γιουζντούν ψάρα
(Πάνω στο βουνό κολυμπούν ψάρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
πλέω