ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυζντώ (ρ.) γϋζντώ [ʝyzˈdo] Ουλαγ. γιουζντώ [ʝuzˈdo] Μαλακ., Φλογ. ϋζντώ [yzˈdo] Ουλαγ., Σίλ. Αόρ. γούζσα [ˈɣuzsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. yüzmek = α) επιπλέω β) κολυμπώ γ) γδέρνω δ) σκυλεύω.
1. Κολυμπώ ό.π.τ. : Ήξερε να ϋζτζήσ̑ει (Ήξερε να κολυμπάει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Τράνσεν ένα μίτσ̑ικο φσ̑άχ, 'ϋζντά και κάιγεται (Είδαν ένα μικρό αγόρι που κολυμπά συνεχώς) Ουλαγ. -Dawk. Σο βουγνί απάνω γιουζντούν ψάρα (Πάνω στο βουνό κολυμπούν ψάρια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. πλέω
2. Γδέρνω Μαλακ. Συνών. γδέρνω