ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γδέρνω (ρ.) γντέρνω [ˈɣderno] Αξ. γντέρνου [ˈɣdernu] Αξ., Μισθ. γντάρου [ˈɣdaru] Μισθ. γντερνίσ̑κω [ɣderˈniʃko] Αξ. γντερνίσκου [ɣderˈnisku] Μισθ. Παρατατ. γντέρνίσ̑κα [ˈɣderniʃka] Αξ. Αόρ. έγδαρα [ˈeɣðara] Σατ. έγνταρα [ˈeɣdara] Μισθ. Παθ. γντερνίσ̑κουμαι [ɣderˈniʃkume] Αξ. Παθ. Αόρ. γνταρτήχα [ɣdarˈtixa] Αξ. Μτχ. γνταρμένου [ɣdarˈmenu] Μισθ. Από το μεσν. ρ. γδέρνω < ἐγδέρνω < αρχ. ἐκδέρω, με αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kd > gd > ɣð > ɣd]) και μεταπλ. σε -νω. Ο τύπ. γντάρου αναλογ. από το θ. του αορ. γνταρ-. Ο τύπ. γντερνίσ̑κω με βάση το μη συνοπτ. θ. γδερν- και το επίθμ. -ίσκω.
Γδέρνω, αφαιρώ το δέρμα ό.π.τ. : Έγδαρεν ο νομάτ' το τζαναβάρι, πήριν το πόστι, δέβασέν τα ση ράσ̑η του (Έγδαρε ο άνθρωπος το θηρίο, πήρε το τομάρι του, το πέρασε στην ράχη του) Σατ. -Παπαδ. Συνών. γαβλατίζω :2, γυζντώ, ξεγδειραίνω, σοϊντούζω :3