γεκτούς
(ουσ. αρσ.)
γεκτούς
[ʝeˈktus]
Φάρασ.
Θηλ.
γεκτούσα
[ʝeˈktusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yekti = αλήτης (THADS, λ. yekti). Ο τύπ. γεκτούσα με την προσθήκη του θηλ επίθμ. -α.
Αλήτης
Συνών.
γιουρούκης :1, κοπόγλου