γεγκές
(ουσ. αρσ.)
γα̈νgα̈́ς
[ʝæŋˈɟæs]
Φάρασ.
Πληθ.
γα̈νgα̈́δοι
[ʝæŋˈɟæði]
Φάρασ.
γενgέδοι
[ʝeŋˈɟeði]
Τσουχούρ.
Θηλ.
γενgιάσες
[ʝeŋˈɟases]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. yenge = α) κουνιάδα β) προσφώνηση της συζύγου από τον άντρα της γ) διαλεκτ., η γυναίκα που συνοδεύει την νύφη στο γάμο.
Η συνοδεία, αποτελούμενη κυρίως από νεαρές γυναίκες, που συνοδεύουν την νύφη
ό.π.τ.
:
Ήμιστιν ατσ̑εί σο γάμου γενgέδοι
(Ήμασταν εκεί στο γάμο συνοδοί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μέσα φορώνουν το κορίτσ’ γενgιάσες, κλαίγουν
(Μέσα ντύνουν τη νύφη οι συνοδοί της, κλαίνε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.