ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεγκές (ουσ. αρσ.) γα̈νgα̈́ς [ʝæŋˈɟæs] Φάρασ. Πληθ. γα̈νgα̈́δοι [ʝæŋˈɟæði] Φάρασ. γενgέδοι [ʝeŋˈɟeði] Τσουχούρ. Θηλ. γενgιάσες [ʝeŋˈɟases] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. yenge = α) κουνιάδα β) προσφώνηση της συζύγου από τον άντρα της γ) διαλεκτ., η γυναίκα που συνοδεύει την νύφη στο γάμο.
Η συνοδεία, αποτελούμενη κυρίως από νεαρές γυναίκες, που συνοδεύουν την νύφη ό.π.τ. : Ήμιστιν ατσ̑εί σο γάμου γενgέδοι (Ήμασταν εκεί στο γάμο συνοδοί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μέσα φορώνουν το κορίτσ’ γενgιάσες, κλαίγουν (Μέσα ντύνουν τη νύφη οι συνοδοί της, κλαίνε) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.