ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γελάσιμο (ουσ. ουδ.) γιάσιμο [ˈʝasimo] Φάρασ. γιάσιμα [ˈʝasima] Φάρασ. γιάσεμα [ˈʝasema] Φάρασ. Από το ρ. γελώ, όπου και τύπ. γιά(γ)ω (θ. αορ. γιασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. γιάσεμα με το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γέλιο ό.π.τ. : Το μενdζιλίσι τζ̑ο πορείνκιν να κρατήσει το γιάσιμο (Η συνέλευση δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια της) Φάρασ. -Παπαδ. Χιρτίσταν 'σ' τα γι-ασέματα (Έσκασαν στα γέλια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Το πολύ γιάσιμο φέρνει κουάψιμο (Το πολύ το γέλιο φέρνει κλάμα˙ πρόληψη ότι όταν κάποιος νιώθει υπερβολική χαρά, θα βιώσει ακολούθως δυσάρεστα γεγονότα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γέλασμα, γελιά