γελάσιμο
(ουσ. ουδ.)
γιάσιμο
[ˈʝasimo]
Φάρασ.
γιάσιμα
[ˈʝasima]
Φάρασ.
γιάσεμα
[ˈʝasema]
Φάρασ.
Από το ρ. γελώ, όπου και τύπ. γιά(γ)ω (θ. αορ. γιασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. γιάσεμα με το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γέλιο
ό.π.τ.
:
Το μενdζιλίσι τζ̑ο πορείνκιν να κρατήσει το γιάσιμο
(Η συνέλευση δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Χιρτίσταν 'σ' τα γι-ασέματα
(Έσκασαν στα γέλια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Το πολύ γιάσιμο φέρνει κουάψιμο
(Το πολύ το γέλιο φέρνει κλάμα˙ πρόληψη ότι όταν κάποιος νιώθει υπερβολική χαρά, θα βιώσει ακολούθως δυσάρεστα γεγονότα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γέλασμα, γελιά