γελιά
(ουσ. θηλ.)
γελιά
[ɣeˈʎa]
Ανακ.
Από το ρ. γελώ και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά, πιθ. αναλογ. κατά το ουσ. χαρά (Costakis 1964: 34).
Γέλιο
Συνών.
γελάσιμο, γέλασμα :1