γεζίτ
(επίθ.)
γεζίτ
[ʝeˈzit]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. yezit = α) μισητός β) ανέντιμος.
Ελεεινός
Τροποποιήθηκε: 06/03/2025