ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαχουρλαΐζω (ρ.) γαχουρλαΐζου [ɣaxurlaˈizu] Μισθ. Αόρ. γαχουρλάτ'σ̑α [ɣaxurˈlatʃa] Μισθ. Προστ. Εν. γαχουρλάδα [ɣaxurˈlaða] Μισθ. Από το ουσ. γαχίρι, όπου και τύπ. γαχούρ', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. τουρκ. kahırlanmak = θίγομαι, προσβάλλομαι, από το οπ. μάλλον η σημ. 3.
1. Μέμφομαι, κατακρίνω, μαλώνω : Γιάι μι γαχουρλαΐζεις; (Γιατί με κατακρίνεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αγιπλατίζω, γαριέζω :1, κινατίζω, κόφτω, λογαριάζω
2. Φοβερίζω Συνών. κορκουντίζω, φοβερίζω
3. Ιδιοτροπώ
4. Τσιγκλώ