γαχουρλαΐζω
(ρ.)
γαχουρλαΐζου
[ɣaxurlaˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
γαχουρλάτ'σ̑α
[ɣaxurˈlatʃa]
Μισθ.
Προστ. Εν.
γαχουρλάδα
[ɣaxurˈlaða]
Μισθ.
Από το ουσ. γαχίρι, όπου και τύπ. γαχούρ', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. τουρκ. kahırlanmak = θίγομαι, προσβάλλομαι, από το οπ. μάλλον η σημ. 3.
1. Μέμφομαι, κατακρίνω, μαλώνω
:
Γιάι μι γαχουρλαΐζεις;
(Γιατί με κατακρίνεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αγιπλατίζω, γαριέζω :1, κινατίζω, κόφτω, λογαριάζω
2. Φοβερίζω
Συνών.
κορκουντίζω, φοβερίζω
3. Ιδιοτροπώ
4. Τσιγκλώ