γαχίρι
(ουσ. ουδ.)
γαχι̂́ρι
[ɣaˈxɯri]
Αξ., Φάρασ.
γαχίρι
[ɣaˈçiri]
Φάρασ.
γαχούρ'
[ɣaˈxur]
Μισθ.
Πληθ.
γαχ̇ίρε
[ɣaˈxire]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kahır = α) βάσανο, βαθύς πόνος, βαθιά θλίψη β) συντριβή, καταστροφή.
1. Βάσανο, στεναχώρια
ό.π.τ.
:
Απ’ ετιά τα κ'λάκια εγώ ουσάντ'σα, το γαχι̂́ρι τ'νε ντεμ μπορώ να το ταυρήσω άλλο
(Μ' αυτά τα παιδιά εγώ απηύδησα, το βάσανό τους δεν μπορώ να το τραβήξω άλλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το σ̑ήρο η ναίκα πα ποίτσ̑ει; Έπλυνε τα σ̑έρε τ’ς, πήρε τα παζλαμάδε τσ̑αι πήε μο το γαχίρι τ’ς
(Η χήρα η γυναίκα τι να κάνει; Έπλυνε τα χέρια της, πήρε τους μπαζλαμάδες της και έφυγε με την στεναχώρια της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Χτίσταν εκκλεσίες, άγιοι μαναστήρε
Σηκώθαν του απιστίου τα γαχ̇ίρε ( Έχτισαν εκκλησίες, άγια μοναστήρια
Σταμάτησαν των απίστων τα βάσανα) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. βάρος, γαχίρι :1, μεράκι, ντέρτι, σεφιλίκι :2, τσάστι
Σηκώθαν του απιστίου τα γαχ̇ίρε ( Έχτισαν εκκλησίες, άγια μοναστήρια
Σταμάτησαν των απίστων τα βάσανα) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. βάρος, γαχίρι :1, μεράκι, ντέρτι, σεφιλίκι :2, τσάστι
2. Ιδιοτροπία
Μισθ.