γαυριάζω
(ρ.)
γαυριάζω
[ɣavriˈazo]
Σινασσ.
Παθ. Αόρ.
γαυριάστα
[ɣavriˈasta]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. γαυριάζω = εξοργίζομαι, πβ. Διγ. Esc. 1485 «καὶ σὺν <αὐτοῖς> καὶ <ἡ> Μαξιμοὺ καὶ ἦτον καὶ γαυριασμένη», το οπ. από το αρχ. ρ. γαυριάω -ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω.
2. Δυστροπώ
Συνών.
κακογνωμίζω :1, δαιμονίζομαι