ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάτιαν (επίρρ.) γάτι-αν [ˈɣatian] Μισθ. γάτι-εν [ˈɣatien] Φάρασ. Από το τουρκ (< αραβ.) επίρρ. kat'a = καθόλου.
Καθόλου ό.π.τ. : «Ερ να με θέκ' σο χαπίσι», είπεν τι το πουλπούλι, «'γώ γάτι-εν τζ̑ο τραγωδώ» («Αν με βάλεις στην φυλακή», είπε το αηδόνι, «εγώ καθόλου δεν θα τραγουδάω») Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. καθόλου :1, ντιπ :2, χιτς :1