γάτιαν
(επίρρ.)
γάτι-αν
[ˈɣatian]
Μισθ.
γάτι-εν
[ˈɣatien]
Φάρασ.
Από το τουρκ (< αραβ.) επίρρ. kat'a = καθόλου.
Καθόλου
ό.π.τ.
:
«Ερ να με θέκ' σο χαπίσι», είπεν τι το πουλπούλι, «'γώ γάτι-εν τζ̑ο τραγωδώ»
(«Αν με βάλεις στην φυλακή», είπε το αηδόνι, «εγώ καθόλου δεν θα τραγουδάω»)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
καθόλου :1, ντιπ :2, χιτς :1