γαρτσουνώ
(ρ.)
γαρτζουνώ
[ɣartzuˈno]
Σινασσ.
καρτζουνώ
[kartzuˈno]
Φλογ.
qαρτζινώ
[qardziˈno]
Φλογ.
γαρτσ̑ινώ
[ɣartʃiˈno]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
γαλτσ̑ινώ
[ɣalˈtʃino]
Αραβαν.
γαρτσουνίζω
[ɣartsuˈnizo]
Σινασσ.
γαρτσινίζου
[ɣartsiˈnizu]
Μισθ.
γαρτσ̑ουνίζου
[ɣartʃuˈnizu]
Μισθ.
Ηχομιμητ. λ. από τον ήχο γρατς γρατς. Πβ. Κοινή ΝΕ γρατζουνώ, αλλά και το ήδη μεσν. ρ. τσαγκουρνίζω, το οπ. προέκυψε από μετάθ. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. γρατσουνῶ.
Γρατζουνώ
ό.π.τ.
:
Σαν γάτα γαρτζουνάς
(Σα γάτα γρατζουνάς)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Του βρα'ύ ήρτιν ένα, γαρτσινά τ͑ύρα
(Το βράδυ ήρθε ένας, γρατζουνάει την πόρτα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
τσιρμαλατώ