ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρτσουνώ (ρ.) γαρτζουνώ [ɣartzuˈno] Σινασσ. καρτζουνώ [kartzuˈno] Φλογ. qαρτζινώ [qardziˈno] Φλογ. γαρτσ̑ινώ [ɣartʃiˈno] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. γαλτσ̑ινώ [ɣalˈtʃino] Αραβαν. γαρτσουνίζω [ɣartsuˈnizo] Σινασσ. γαρτσινίζου [ɣartsiˈnizu] Μισθ. γαρτσ̑ουνίζου [ɣartʃuˈnizu] Μισθ. Ηχομιμητ. λ. από τον ήχο γρατς γρατς. Πβ. Κοινή ΝΕ γρατζουνώ, αλλά και το ήδη μεσν. ρ. τσαγκουρνίζω, το οπ. προέκυψε από μετάθ. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. γρατσουνῶ.
Γρατζουνώ ό.π.τ. : Σαν γάτα γαρτζουνάς (Σα γάτα γρατζουνάς) Σινασσ. -Αρχέλ. Του βρα'ύ ήρτιν ένα, γαρτσινά τ͑ύρα (Το βράδυ ήρθε ένας, γρατζουνάει την πόρτα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. τσιρμαλατώ